Ταχιά ταχιά ειν’ αρχιμηνιά,
ταχιά ειν’ αρχή τον χρόνου,
αρχή ειν’ αρχή τα Κάλαντα,
κι αρχή τον Γεναρίου.
Μέσα κοιμάται αφέντης μας,
μαζί με την κυρά μας,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει,
και ποιος να τους ξυπνήσει;
Ξύπνησε, αφέντη, ξύπνησε,
να φάμε και να πιούμε.
Αφέντη πύργος φαίνεσαι,
κι ορθός σαν κυπαρίσσι,
και του ματιού σου η σαϊτιά,
πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα,
κι αυλές μαρμαρωμένες.
Είπαμε δα τ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά μαρμαροτράχηλη,
και φεγγαρομαγούλα,
και κρουσταλλίδα του νερού,
και πάχνη από τα χιόνια.
Όπου τον έχεις τον υγιό,
τον λευκοχαναχάρη,
που λούζεις και χτενίζεις τον,
και στο σχολειό τον στέλνεις.
Κι ο δάσκαλος τον έβαλε,
να του χαλαναρχείσει,
κι εξέπασέ του το κερί,
κι έκαψε το χαρτί του,
κι έκαψε και τα ρούχα του,
τα μορφογαζωμένα,
κι ο δάσκαλος τον έδειρε,
με το χρυσό βιτσάρι.
Παίρνει τον το παράπονο,
την άκρην άκρη πάει,
στο δρόμο τον συναπαντούν,
οι δώδεκα Απόστολοι:
«Έλα να φας, έλα να πιεις,
έλα να τραγουδήσεις».